- ηπίοισι
- ἠπίοισιἤπιοςgentle: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic )ἤπιοςgentle: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἠπίοισι — ἤπιος gentle masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἤπιος gentle masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευνώ — κατευνῶ, άω (Α) 1. βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζω, κατευνάζω («ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν ἀειγενετάων ῥεῑα κατευνάσαιμι», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με αιμορραγία) σταματώ, παύω, ανακόπτω («αἱμάδα... ἠπίοισι φύλλοις κατευνάσειεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek